- απολησμονημένος
- η , ο[ν] всеми забытый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απολησμονώ — ησα, ημένος, λησμονώ εντελώς: Ζούσε τώρα απολησμονημένος σε μιαν ακρινή συνοικία της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)